- σκιρ(ρ)ωνοζέφυρος
- ο, Ν 1. δυτικοβορειοδυτικός άνεμος, κν. γνωστός και ως πουνεντομαΐστρος ή μαϊστροπουνέντες2. (κατ' επέκτ.) το μεταξύ τού Ζεφύρου και τού Σκίρωνος δευτερεύον σημείο τού ορίζοντα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκίρ(ρ)ων(ας) + ζέφυρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].
Dictionary of Greek. 2013.